- κατακλύω
- κατακλύω [pron. full] [ῠ],A hear of,
θαῦμα S.Ichn.224
(v.l. κατήλυθεν Theonap. Sch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαῦμα S.Ichn.224
(v.l. κατήλυθεν Theonap. Sch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακλύω — (Α) ακούω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλύω «ακούω»] … Dictionary of Greek
κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… … Dictionary of Greek